- φιλορχηστής
- ὁ, Ααυτός που τού αρέσει ο χορός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὀρχηστής «χορευτής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλορχηστής — loving the dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλορχησταί — φιλορχηστής loving the dance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλορχηστάς — φιλορχηστά̱ς , φιλορχηστής loving the dance masc acc pl φιλορχηστά̱ς , φιλορχηστής loving the dance masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλορχήμων — ον, Α φιλορχηστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ορχήμων (< ὄρχημα «χορός»)] … Dictionary of Greek
φιλόσκαρθμος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να χορεύει, φιλορχηστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκαρθμός «σκίρτημα, πήδημα, τρέξιμο» (πρβλ. ταχύ σκαρθμος)] … Dictionary of Greek